- ἐπαυχμήσας
- ἐπαυχμήσᾱς , ἐπαυχμέωsend drought uponaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επαυχμώ — ἐπαυχμῶ, έω (Α) προκαλώ ξηρασία, ξηραίνω («Ζεύς... ἐπαυχμήσας», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αυχμώ «είμαι ξηρός»] … Dictionary of Greek